Χαρούν αλ Ρασίντ

Χαρούν αλ Ρασίντ
Περίφημος χαλίφης της Βαγδάτης, ο πέμπτος της δυναστείας των Αβασιδών (765 – 809). Οφείλει τη μεγάλη του φήμη βασικά στους Άραβες ποιητές, που εξύμνησαν ιδιαίτερα τη βασιλεία του γιατί υπήρξε θερμός προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Άλλωστε και ο ίδιος ασχολήθηκε με την ποίηση. Πολλοί εξάλλου υποστηρίζουν ότι στα χρόνια του γράφτηκαν και Οι χίλιες και μια νύχτες, κλασικό αριστούργημα της αραβικής φιλολογίας. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του X. αλ P., τη διακυβέρνηση της χώρας του ασκούσε στην πραγματικότητα, η πανίσχυρη οικογένεια των Βαρμακιδών. Ο χαλίφης κατόρθωσε αργότερα να την παραμερίσει και διέταξε μάλιστα τη δολοφονία των σημαντικότερων μελών της, από φθόνο, αντιζηλία αλλά και φόβο μήπως τελικά τον ανατρέψουν. Χάρη στη διακυβέρνησή του το χαλιφάτο γνώρισε μεγάλη ακμή. Ο X. αλ. Ρ. είναι γνωστός και για τους αγώνες του με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τις κατά περιόδους εισβολές στη Μικρά Ασία, την καταστροφή της Ηράκλειας και τη λεηλασία της Ρόδου, της Κύπρου και της Κρήτης. Πολέμησε επίσης στο Αφγανιστάν και στο Χορασάν και έπνιξε στο αίμα επαναστάσεις που εκδηλώθηκαν στη Συρία και στην Αίγυπτο, καθώς επίσης και την ανταρσία του Γιαχγιά, απόγονου του Αλή. Ο X. αλ. Ρ. πέθανε στη διάρκεια εκστρατείας εναντίον του επαναστατημένου Χορασάν. Στην ιδιωτική του ζωή υπήρξε φανατικός μουσουλμάνος· είχε επισκεφτεί πολλές φορές, τη Μέκκα για προσκύνημα. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο X. αλ Ρ. είχε διπλωματικές σχέσεις με τον Καρλομάγνο, στον οποίο μάλιστα είχε στείλει ειδική αποστολή με πολύτιμα δώρα (801).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ααρούν αλ Ρασίντ — Βλ. λ. Χαρούν αλ Ρασίντ …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Ασμάι — (AlAsmai, Μπάσρα 740 – 828 μ.Χ.). Άραβας φιλόλογος και γραμματικός. Είχε μαθητή του τον γιο του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ, τον περίφημο Αλ Μαμούν. Έγραψε πολλές μονογραφίες για την αραβική λεξικογραφία και υπήρξε ένας από τους πρώτους ανθολόγους… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Νουάς — (Αλ Αχβάζ, Περσία 747 – Βαγδάτη, περ. 815). Άραβας ποιητής, από τους μεγαλύτερους της εποχής του. Το αληθινό όνομά του ήταν Αλ Χασάν ιμπν Χάνι αλ Χακάμι. Ο πατέρας του καταγόταν από την Περσία και η μητέρα του από τη Δαμασκό. Ο Α.Ν. πέρασε τα… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… …   Dictionary of Greek

  • Μασχάντ — (Mashhad). Πόλη (1.887.405 κάτ. το 1996) του Ιράν και πρωτεύουσα του οστάν (διοικητική περιφέρεια) Χορασάν (Khorasan, 302.966 τ. χλμ., 6.094.888 κάτ. το 2002). Η πόλη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 974 μ., στη νότια πλευρά του Κοπέτ Νταγ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”